- ἐπιδιδυμίδες
- ἐπιδιδυμίςepididymisfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όσχεο — το (Α ὄσχεον) ανατ. σακοειδής θύλακος που περιέχει τους όρχεις με τις επιδιδυμίδες και τους σπερματικούς τόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὄσχη* (ΙΙ)] … Dictionary of Greek